Η 28η Οκτωβρίου αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εθνικές επετείους της Ελλάδας, καθώς συνδέεται με το ιστορικό "ΟΧΙ" του Ιωάννη Μεταξά το 1940. Εκείνη την ημέρα, η Ελλάδα αρνήθηκε να υποταχθεί στις δυνάμεις του Άξονα, ανοίγοντας τον δρόμο για την αντίσταση του ελληνικού λαού κατά της φασιστικής Ιταλίας και αργότερα της ναζιστικής Γερμανίας.
Στις 4:00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά, τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, ένα τελεσίγραφο από τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Το τελεσίγραφο απαιτούσε την άμεση παράδοση εδαφών και στρατηγικών σημείων της χώρας, προκειμένου οι ιταλικές δυνάμεις να εγκατασταθούν και να ελέγξουν την Ελλάδα.
Ο Μεταξάς, απαντώντας, είπε στα γαλλικά: "Alors, c’est la guerre" (δηλαδή "Λοιπόν, έχουμε πόλεμο"), που συμπυκνώνεται στη λαϊκή μνήμη ως το θρυλικό "ΟΧΙ".
Πριν από την ιταλική εισβολή στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι Ιταλοί κατασκοπευτικοί μηχανισμοί ήταν ιδιαίτερα ενεργοί στην Ελλάδα. Στόχος τους ήταν να εντοπίσουν αδύναμα σημεία στις ελληνικές αμυντικές γραμμές και να αποκτήσουν πληροφορίες για τον εξοπλισμό και τη δύναμη του ελληνικού στρατού. Οι Ιταλοί κατάσκοποι προσπάθησαν να εισχωρήσουν σε στρατιωτικές και πολιτικές δομές, ενώ χρησιμοποίησαν και ντόπιους συνεργάτες ή διπλωμάτες για τη συλλογή πληροφοριών.
Οι ελληνικές αρχές, αν και με περιορισμένα μέσα, είχαν καταφέρει να αποκαλύψουν αρκετές περιπτώσεις κατασκοπείας. Ειδικά η Ελληνική Αστυνομία και η αντικατασκοπευτική υπηρεσία εργάζονταν εντατικά για τον εντοπισμό κατασκόπων. Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις Ιταλών κατασκόπων που συνελήφθησαν πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι οποίοι δρούσαν με διάφορους τρόπους, είτε προσποιούμενοι τους διπλωμάτες είτε χρησιμοποιώντας πολιτικά ή εμπορικά μέσα.
Μία από τις σημαντικότερες συλλήψεις έγινε λίγο πριν από την κήρυξη του πολέμου. Το 1939 και το 1940, το ελληνικό κράτος ενίσχυσε τις δράσεις του εναντίον της κατασκοπείας, και συνέλαβε πολλούς υπόπτους για συνεργασία με τον εχθρό. Οι συλληφθέντες κατηγορούνταν για παροχή πληροφοριών στους Ιταλούς, κυρίως για θέσεις στρατευμάτων, στρατιωτικά οχυρά και αποθήκες πυρομαχικών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, είχε έναν ρόλο έμμεσα συνδεδεμένο με την κατασκοπεία, παρόλο που ο ίδιος πιθανόν να μην συμμετείχε άμεσα. Ως επικεφαλής της ιταλικής διπλωματικής αποστολής, είχε στη διάθεσή του πληροφορίες και μεθόδους συλλογής δεδομένων μέσω των καναλιών της ιταλικής πρεσβείας. Παρόλο που τελικά προσπάθησε να αποτρέψει την ιταλική επίθεση, η πρεσβεία του ήταν κομβικό σημείο επικοινωνίας για την κατασκοπεία.
Ιδιαίτερα στις πόλεις και στα λιμάνια της Ελλάδας, όπως η Θεσσαλονίκη, ο Πειραιάς και η Πάτρα, υπήρχαν ομάδες κατασκόπων που παρακολουθούσαν τις μεταφορές πολεμικών υλικών και τα πλοία. Αυτές οι ομάδες επιχείρησαν να μεταδώσουν πληροφορίες για τις κινήσεις των ελληνικών στρατευμάτων και την προετοιμασία των λιμανιών για το ενδεχόμενο πολέμου. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, οι ελληνικές αρχές προέβησαν σε συλλήψεις κατασκόπων που δρούσαν κοντά σε στρατηγικά σημεία.
Η ελληνική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο από τη δράση των κατασκόπων, είχε λάβει προληπτικά μέτρα πριν από τον πόλεμο. Εκτός από τις συλλήψεις και την επιτήρηση, υπήρχαν αυστηροί έλεγχοι επικοινωνιών και κινήσεων, ειδικά σε περιοχές με στρατιωτική σημασία. Το γεγονός ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κατάφεραν να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση στην αρχή του πολέμου δείχνει ότι οι Ιταλοί δεν είχαν αποκτήσει τις κρίσιμες πληροφορίες που χρειάζονταν. Ο Αλέξανδρος Παπάγος (1883-1955), διακρίθηκε για τις στρατιωτικές του ικανότητες και την προσφορά του στη χώρα σε κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ιστορίας
Συνολικά, η κατασκοπεία των Ιταλών στην Ελλάδα αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες λόγω της οργανωμένης ελληνικής αντίστασης και των προληπτικών ενεργειών του ελληνικού κράτους, που απέτρεψαν την πλήρη αξιοποίηση των πληροφοριών από τους εισβολείς.