Κάποτε, σε μια μικρή πολιτεία, ζούσε ένας άντρας που κυκλοφορούσε πάντα περιτριγυρισμένος από ασπίδες.
Δεν ήταν φτιαγμένες από μέταλλο, αλλά από ανθρώπους , φίλους, συγγενείς, γνωστούς.
Κάθε φορά που κάποιος τον ρωτούσε κάτι δύσκολο, οι ασπίδες έμπαιναν μπροστά και μιλούσαν για εκείνον:
«Δεν φταίει αυτός.»
«Ήταν αλλιώς τα πράγματα.»
«Μη τον κρίνετε.»
Στο κέντρο αυτής της παράξενης παρέλασης ήταν το μεγαλύτερο στολίδι της ζωής του
ένα μικρό παιδί, με μάτια καθαρά σαν πρωινό νερό.
Ήταν η ψυχή του, αλλά ποτέ δεν την προστάτευσε με τα ίδια του τα χέρια.
Όποτε το παιδί, πλησίαζε να τον ρωτήσει γιατί δεν ήταν κοντά του, εκείνος έβαζε μια ασπίδα ανάμεσά τους και εκείνο άκουγε δικαιολογίες αντί για την αλήθεια.
Μια μέρα, ο άντρας γνώρισε μια γυναίκα που του έταξε έναν λαμπερό ήλιο,
αρκεί να μην κουβαλάει μαζί του σκιές.
Και τότε, χωρίς δεύτερη σκέψη, έβαλε το παιδί του μέσα σε ένα μακρινό, κρύο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα με τις ασπίδες του.
Ο χρόνος πέρασε.
Η γυναίκα έφυγε, παίρνοντας μαζί της τον ήλιο.
Οι ασπίδες, κουρασμένες από τόσα ψέματα, άρχισαν να φεύγουν μία-μία.
Μόνος πια, ο άντρας περπάτησε μέχρι το δωμάτιο όπου είχε αφήσει το παιδί του.
Μα όταν άνοιξε την πόρτα, βρήκε μόνο σιωπή και άδειο χώρο.
Το παιδί είχε φύγει προ πολλού, παίρνοντας μαζί του τα μάτια-νερό και την καρδιά που κάποτε του ανήκε.
Κι έτσι ο άντρας έμαθε ότι οι ασπίδες μπορούν να κρύψουν την αλήθεια από τους άλλους… αλλά ποτέ από εκείνους που αγαπάμε.
Καλό Αύγουστο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου